- παρκόμετρο
- τοειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει ως μετρητής τού χρόνου σταθμεύσεως των αυτοκινήτων σε δημόσιους δρόμους ή πλατείες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parcometre (< parc «πάρκο, μάντρα, σταθμός» + μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.